- ἔμπετρος
- ἔμπετρος, ον, ([etym.] πέτρα)A growing on rocks: τὸ ἔ. sea-heath, Franklinia pulverulenta, Dsc.4.179, Gal.11.875.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔμπετρον — ἔμπετρος growing on rocks masc/fem acc sg ἔμπετρος growing on rocks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπέτρου — ἔμπετρος growing on rocks masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπετρο — το (Α ἔμπετρος, ον) το ουδ. ως ουσ. το έμπετρο (Α ἔμπετρον) μικρός θάμνος που φυτρώνει ανάμεσα στα χαλίκια αρχ. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μέσα στις πέτρες … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek